Thursday, September 1, 2011

Θράκη – Μουσουλμάνοι ή «Τούρκοι»; ...

Διονύσιος Κ. Καραχάλιος,  
Δικηγόρος– πρώην Νομάρχης Ροδόπης
16/10/2003
Η παρουσία της μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη είναι αποτέλεσμα των ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάννης και, ειδικότερα, της εξαιρέσεώς της από την συμφωνηθείσα υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, με αντιστάθμισμα την αντίστοιχη εξαίρεση των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και της Τενέδου.
Το κείμενο της σχετικής συμβάσεως, που υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου 1923, στο πλαίσιο των συζητήσεων της Συνδιασκέψεως της Λωζάννης, αναφέρει ρητώς, ως εξαιρουμένους από την συμφωνηθείσα ανταλλαγή, αφ’ ενός μεν τους Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, αφ’ ετέρου δε τους Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης. Κατά δε το άρθρο 2 της ιδίας συμβάσεως, «Θέλουν θεωρηθεί ως Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι στην περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης το 1913 δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου». Εξ άλλου, η Συνθήκη της Λωζάννης, στο τμήμα των διατάξεών της που καθορίζουν την θεσμοθετούμενη, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, «Προστασία των Μειονοτήτων» (άρθρα 37 – 45), αναφέρεται ρητώς στις «ευρισκόμενες στην Ελλάδα μουσουλμανικές μειονότητες».
Το καθεστώς μειονοτικής προστασίας, που καθιερώθηκε στην Λωζάννη, στηρίζεται σε τρεις (3) βασικές αρχές : της αμοιβαιότητας, της πληθυσμιακής ισορροπίας και του θρησκευτικού χαρακτήρα των μειονοτήτων.
Η αρχή της αμοιβαιότητας επέβαλε στην Τουρκία, με βάση τα άρθρα 37 – 44 της Συνθήκης, σειρά υποχρεώσεων για την προστασία των γλωσσικών, θρησκευτικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων των Ελληνορθοδόξων της Τουρκίας, η τήρηση των οποίων αποτελεί, κατά το γράμμα και το πνεύμα του άρθρο 45, την προϋπόθεση για την προστασία των αντιστοίχων δικαιωμάτων των Μουσουλμάνων της Θράκης.
Η αρχή της πληθυσμιακής ισορροπίας των εκατέρωθεν μειονοτήτων, επέβαλε την υποχρέωση διατηρήσεως της αριθμητικής ισότητας των δύο πληθυσμιακών ομάδων (Ελλήνων – Μουσουλμάνων), ως βάση για την πλήρη εφαρμογή του εγκαθιδρυουμένου καθεστώτος μειονοτικής προστασίας.
Η από τουρκικής πλευράς επιχειρούμενη ομογενοποίηση των τριών εθνοτικών ομάδων της μειονότητας (Τουρκογενών, Πομάκων, Αθιγγάνων) υπό την σημαία του «τουρκισμού», συνιστά κατάφορη παραβίαση των μειονοτικών δικαιωμάτων, των οποίων την προστασία υποτίθεται ότι ευαγγελίζεται και διεκδικεί η γειτονική χώρα
Τέλος, η αρχή του θρησκευτικού χαρακτήρα των μειονοτήτων, που στερείται αντικειμένου για την ελληνική πλευρά, αφού είναι δεδομένη η κοινή ορθόδοξη ταυτότητα του Ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως, εξέφρασε συγκεκριμένη απαίτηση της τουρκικής πλευράς. Στις 15.12.1922, ο αντιπρόεδρος της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη δήλωσε, στην υποεπιτροπή μειονοτήτων, ότι η Τουρκία, σε εφαρμογή της οθωμανικής θεωρίας περί μιλέτ, δεν δέχεται την χρησιμοποίηση του όρου «φυλετική μειονότητα» και επέμεινε στον θρησκευτικό χαρακτήρα των μειονοτήτων.
Δηλαδή, σε αντίθεση με την, υπαγορευόμενη από τις επιδιώξεις και την προπαγάνδα της Άγκυρας, σημερινή χρήση του όρου «τουρκική μειονότητα», η σαφής θρησκογενής υπόσταση, που οι συμφωνίες της Λωζάννης απέδωσαν στον μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης, υπήρξε αποτέλεσμα της αδιάλλακτης εμμονής της τουρκικής πλευράς. Τούτο δε συνέβη διότι, η θεωρητική χρήση του ισλαμισμού ως μορφοποιού παράγοντα κοινωνικής συνοχής, κρίθηκε, από την πλευρά των γειτόνων μας, ως η πλέον ενδεδειγμένη για τον προσδιορισμό των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, την κατοχύρωση των ιδιαιτεροτήτων τους και την επιδιωκόμενη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων τους. Η κοινή πίστη, που υπαγόρευε την κοινή στάση απέναντι στη ζωή, την αποδοχή συγκεκριμένων και αμετάβλητων αξιών και αρχών και, τελικά, διαμόρφωνε την εν γένει κοινωνική συγκρότηση των μειονοτικών πληθυσμών της περιοχής, ανταποκρινόταν πλήρως στην τότε ισχύουσα ιστορική συγκυρία. Το γεγονός ότι, ακόμη και μετά την επικράτηση των «Νεοτούρκων» και πάντως, οπωσδήποτε και μετά την υπογραφή των Συμφωνιών της Λωζάννης, ο ισλαμισμός εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται ως επίσημη θρησκεία του τουρκικού κράτους, υποδηλώνει ότι, η επιλογή του θρησκευτικού στοιχείου ως συνεκτικού κρίκου των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, εξυπηρετούσε απόλυτα τις τότε διαθέσεις της κεμαλικής Τουρκίας. Ο παραμερισμός του φυλετικού στοιχείου για τον προσδιορισμό των Μουσουλμάνων της Θράκης επιβεβαιώθηκε, αργότερα, από την Μεικτή Επιτροπή για την ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία αποφάνθηκε, στις 31 Μαΐου 1927, ότι, στην ερμηνεία του όρου «μουσουλμανική θρησκεία», του άρθρου 1 της συμβάσεως της Λωζάννης, «δεν λαμβάνεται υπ’ όψη η φυλή» .
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, η απόφαση της ανταλλαγής των πληθυσμών υπήρξε ρωμαλέα, παρ’ ότι ο Βενιζέλος επικρίνεται διότι, κατά μια άποψη, θέλησε να εξυπηρετήσει περισσότερο τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους και λιγότερο των προσφύγων. Εν τούτοις, υπαγορευόταν από την ψυχρή, όσο και ψύχραιμη αποτίμηση της συγκεκριμένης πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία το μεγαλύτερο τμήμα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας είχε ήδη εγκαταλείψει τις εστίες του, κυρίως υπό το κράτος των απροκάλυπτων και εκβιαστικών απειλών του Κεμάλ, που είχε δώσει προθεσμία ενός μόλις μήνα για την καθολική εκκένωση της Μ. Ασίας από τους χριστιανούς, Έλληνες και Αρμενίους.
Αν όμως η ανταλλαγή των πληθυσμών υπαγορεύθηκε από τα τετελεσμένα γεγονότα και τις αναγκαιότητες της εποχής, το ανασφαλές υπόβαθρό της θα είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει ο Ελληνισμός στις επόμενες δεκαετίες. Όπως παρατηρεί ο Μαρκεζίνης, η διαφορετική σύσταση των πληθυσμών καθιστούσε την δια των αριθμών απεικόνιση της εκατέρωθεν ισορροπίας, κυριολεκτικά μαγική εικόνα. Διότι, πράγματι, οι αριθμητικά ισοδύναμοι ανταλλαγέντες πληθυσμοί, δεν ήσαν ισοδύναμοι από κοινωνικής και οικονομικής απόψεως. Τεράστια διαφορά χώριζε τον ακμάζοντα Ελληνισμό της Κωνσταντινουπόλεως, από την αγροτική και ως επί το πλείστον αμόρφωτη μάζα των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Το γεγονός αυτό προκαθόρισε, κατά τρόπον δραματικό για τα συμφέροντα του Ελληνισμού, την μοίρα των ανταλλαγέντων πληθυσμών, αφού οι μεν Έλληνες υπήρξαν στόχος, οι δε Μουσουλμάνοι οχυρό. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι Τούρκοι διατήρησαν την απόλυτη πρωτοβουλία των χειρισμών. Στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο εξόντωσαν, συστηματικά και αδίστακτα, τον Ελληνισμό, ενώ στην Δυτική Θράκη μετέτρεψαν την Μουσουλμανική Μειονότητα σε όχημα των επεκτατικών τους διαθέσεων. Οι ελληνικές αντιδράσεις υπήρξαν περιορισμένες, αναποτελεσματικές και συνέβαλαν αποφασιστικά στην πλήρη, προς όφελος της Τουρκίας, ανατροπή των ισορροπιών, στις οποίες, εν τούτοις, απέβλεπαν και η σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών και η Συνθήκη της Λωζάννης. Στην πράξη δηλαδή, κυριολεκτικά εξαφανίσθηκαν, υπό το βάρος της μεθοδικής, ολοκληρωτικής και απάνθρωπης πολιτικής των γειτόνων μας, οι δύο, από τις τρεις προαναφερθείσες αρχές της Συνθήκης της Λωζάννης, αυτές της αμοιβαιότητας και της πληθυσμιακής ισορροπίας. Απομένει ο θρησκευτικός χαρακτήρας των μειονοτήτων, που, αφού εξυπηρέτησε την εδραίωση του ψυχικού δεσμού των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης με την ομόθρησκη γείτονα, παραβλέπεται σήμερα, με την συνήθη δολιότητα και στο πλαίσιο, πάντοτε, των στρατηγικών επεκτατικών επιλογών της νεοκεμαλικής Τουρκίας. Και βέβαια υπό την, επίσης συνήθη, ανοχή, μακαριότητα ή αφέλεια ενός καταστρεπτικού για τα συμφέροντα της χώρας «προοδευτικού» πλέγματος πολιτικών και διανοουμένων, που μονίμως ερμηνεύουν την ανάγκη προστασίας των συμφερόντων του Ελληνισμού και την εθνική εγρήγορση, ως εκδηλώσεις αντιδραστικής ιδεολογίας και ξεπερασμένου πατριωτισμού.
Το εγγενές «μειονέκτημα» της ελληνικής πλευράς, πέρα από την ιδιόρρυθμη κατάσταση, που έχουν διαμορφώσει στην Θράκη η εξέλιξη των γεγονότων και η σημερινή πραγματικότητα, έγκειται στις παραμέτρους που επιβάλλει το διαμορφούμενο διεθνές πλαίσιο προστασίας των μειονοτήτων.
Σύμφωνα λοιπόν με τις σύγχρονες αντιλήψεις, στο χώρο του Διεθνούς Δικαίου, η λυδία λίθος της προστασίας των μειονοτήτων είναι το δικαίωμα αυτό-προσδιορισμού της μειονότητας, δηλαδή η προσωπική ελευθερία του «ανήκειν». Η πανηγυρική επιβεβαίωση αυτής της αντιλήψεως εδράζεται στο Καταληκτικό Κείμενο της Συνδιασκέψεως της ΔΑΣΕ, στην Κοπεγχάγη (29.6.1990), όπου ρητώς ορίζεται ότι, «το να ανήκει κανείς σε μια (εθνική) μειονότητα είναι ζήτημα που αναφέρεται στην προσωπική του επιλογή» (άρθρο 32.6). Ως συνέπεια αυτής της αντιλήψεως διαμορφώνεται μια σειρά νομικών υποχρεώσεων και ηθικών δεσμεύσεων, οι κυριότερες των οποίων είναι οι εξής:
· Η ύπαρξη μιας μειονότητας δεν είναι (πλέον) το αποτέλεσμα της αναγνωρίσεώς της από κάποιο συμβατικό κείμενο, αλλά η συνισταμένη της συλλογικής διεκδικητικής επιθυμίας μιας ομάδας ατόμων να αυτοπροσδιορισθεί ως μειονότητα, με βάση κάποια κοινά πρωτογενή χαρακτηριστικά (φυλή, θρησκεία, γλώσσα, παράδοση κλπ.)
Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα είναι αποκαλυπτικό των προθέσεών της ότι, η γειτονική χώρα αποδίδει χαρακτηριστικά κοινής εθνοφυλετικής καταγωγής στους Μουσουλμάνους της Θράκης, οι οποίοι στην πραγματικότητα στερούνται αυτών των προϋποθέσεων και, ταυτόχρονα, αρνείται την αναγνώριση αυτής της ιδιαιτερότητας στους Κούρδους, που αποδεδειγμένα αποτελούν μειονότητα με ιδιαίτερη φυλετική, γλωσσική και πολιτισμική προέλευση.
· Η έννοια της προστασίας της μειονότητας δεν περιορίζεται στην εξασφάλιση των συνταγματικών προϋποθέσεων, που κατοχυρώνουν την ίση μεταχείριση των μειονοτικών έναντι του λοιπού πληθυσμού της δεδομένης χώρας, αλλά επιβάλλει και την εξασφάλιση διαφορετικής μεταχειρίσεως προκειμένου να ικανοποιηθεί η απόλαυση δικαιωμάτων, που απορρέουν από την ιδιαιτερότητα της μειονότητας σε σχέση με την πλειονότητα της χώρας αυτής.
· Η συλλογική συνείδηση της ιδιαιτερότητας, που διαφοροποιεί την (μειονοτική) ομάδα και η εκδήλωση της κοινής βουλήσεως των ατόμων που την απαρτίζουν να διατηρηθεί ως μειονότητα, δικαιολογούν και επιτρέπουν την εκδήλωση, από μέρους της, σειράς πρωτοβουλιών και ενεργειών, που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και την διασφάλιση των δικαιωμάτων της και της εν γένει προστασίας της (π.χ. ίδρυση σωματείων ή συλλόγων, δημιουργία αντιπροσωπευτικού οργάνου ή πολιτικού κόμματος κλπ.)
· Η αρχή της αμοιβαιότητας είναι ασυμβίβαστη με την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η δημοκρατική φύση του πολιτεύματος μιας χώρας συνεπάγεται de facto και de jure την αποδοχή την ανοχή και την προστασία της μειονότητας, που ζει στο έδαφός της.
· Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν ανάγεται πλέον στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών και πάντως η περί αυτών συζήτηση και η ενέργεια αρμοδίων διεθνών οργάνων δεν αποτελεί επέμβαση στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών. Η δε έννοια της εσωτερικής δικαιοδοσίας (ή, επί το πομπωδέστερο, η μη ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών) συνεχώς συρρικνώνεται.
Με αυτά τα δεδομένα η μέχρι σήμερα ελληνική επιχειρηματολογία, στηριζομένη κυρίως, στην άρνηση παραδοχής της υπάρξεως εθνικής μειονότητας, και μάλιστα τουρκικής, όπως την θέλουν η Τουρκία αλλά και τα, καθοδηγούμενα, απροκάλυπτα, από αυτήν, ακραία στοιχεία της ίδιας της μειονότητας, εμφανίζεται, κατ’ αρχήν, ως ασθενής. Η επίκληση, εξ άλλου, της αρχής της αμοιβαιότητας, πέραν του ότι έχει πλέον καταστεί άνευ ουσιώδους αντικειμένου, εξ αιτίας της δραματικής συρρικνώσεως του ελληνικού στοιχείου της Τουρκίας, δεν αποτελεί, υπό το φως των συγχρόνων αντιλήψεων, λόγο αίροντα την υποχρέωση σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως μάλιστα για μια δημοκρατική και ευνομούμενη χώρα όπως η Ελλάδα. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση επικλήσεως της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία εξασφαλίζει κυρίως την προστασία της θρησκείας και της γλώσσας των μουσουλμάνων της Θράκης, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι εξαντλείται στην τήρηση αυτής της Συνθήκης η υποχρέωση προστασίας της μειονότητας. Τέλος, η επίκληση της περιφρονήσεως, που επιδεικνύει η Τουρκία ως προς τα μειονοτικά και εν γένει τα ανθρώπινα δικαιώματα, ανεξαρτήτως της δεδομένης και αποδεδειγμένης βασιμότητας της σχετικής επιχειρηματολογίας, δεν ισοσκελίζει την ενδεχόμενη αντίστοιχη συμπεριφορά και δεν επιτρέπει (ακόμη και για λόγους ηθικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς) την οποιαδήποτε σκέψη απομιμήσεως καταδικαστέων προτύπων.
Όμως, το διαμορφούμενο, κατά τα ανωτέρω, πλέγμα διεθνούς προστασίας των μειονοτήτων, κάθε άλλο παρά επιτρέπει την καταχρηστική άσκηση των μειονοτικών δικαιωμάτων και την ασύδοτη δράση και συμπεριφορά μειονοτικών ομάδων, όταν μάλιστα είναι προφανής η εξυπηρέτηση στόχων προδήλως υπαγορευομένων από εξωγενείς παράγοντες.
Η από τουρκικής πλευράς επιχειρούμενη ομογενοποίηση των τριών εθνοτικών ομάδων της μειονότητας (Τουρκογενών, Πομάκων, Αθιγγάνων) υπό την σημαία του «τουρκισμού», συνιστά κατάφορη παραβίαση των μειονοτικών δικαιωμάτων, των οποίων την προστασία υποτίθεται ότι ευαγγελίζεται και διεκδικεί η γειτονική χώρα. Έστω και αν το κυρίαρχο αριθμητικά στοιχείο της μειονότητας είναι οι Τουρκογενείς μουσουλμάνοι, που διευρύνουν συνεχώς την επιρροή τους, εκμεταλλευόμενοι τα σφάλματα της ελληνικής πολιτείας και ενισχυόμενοι από την ασύδοτη και ανεξέλεγκτη δράση του τουρκικού Προξενείου, η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης δεν αποτελεί μια κλειστή ομάδα, με δεδομένη εθνική ταυτότητα, αλλά μια ανοικτή πολυδιάστατη συσσωμάτωση με επάλληλες ταυτότητες. Συνεπώς, η εξομοίωση τριών, σαφώς διακρινομένων από φυλετικής, γλωσσικής και πολιτισμικής απόψεως, εθνοτικών ομάδων και η υπαγωγή τους στην τουρκική, είναι επικίνδυνη και κατακριτέα για δύο λόγους:
Πρώτον διότι συνιστά, αυτή καθ’ εαυτή παραβίαση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Πομάκων και των Αθιγγάνων, που, ανιστόρητα και αυθαίρετα, χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως «Τούρκοι» και,
 δεύτερον, διότι, με αυτόν τον τρόπο, εμμέσως πλην σαφώς, αποκαλύπτεται το αλυτρωτικό πνεύμα, που επιχειρεί να ενσταλάξει η Τουρκία στη συνείδηση των μουσουλμάνων της Θράκης.
Το γεγονός ότι, μερίδα των Πομάκων ή των Αθιγγάνων της περιοχής αυτοπροσδιορίζονται σήμερα ως «Τούρκοι», δεν αναιρεί την προαναφερομένη διαπίστωση, αφού η επιλογή της εθνικής μειονότητας, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι προϊόν ελεύθερης βουλήσεως, όπως ρητώς απαιτεί το άρθρο 3 παρ.1 της Συμβάσεως-Πλαισίου για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, που υιοθέτησε το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1995, αλλά αποτέλεσμα καταπιεστικής επιρροής, που ασκείται στην μειονότητα της Θράκης από ακραία στοιχεία, απολύτως ελεγχόμενα και κατευθυνόμενα από την Τουρκία, μέσω του Προξενείου της στην Κομοτηνή.
Αυτή η σαφής και ποικιλοτρόπως εκδηλουμένη τάση της Τουρκίας, να εκμεταλλεύεται την μειονότητα για την εξυπηρέτηση στόχων, που ουδεμία σχέση έχουν με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική θέση των μουσουλμάνων, αντιστρατεύεται ευθέως σειρά διεθνών κειμένων, τα οποία συνθέτουν το πλέγμα προστασίας των μειονοτικών δικαιωμάτων. Επειδή δε η μειονότητα ζει, δρα και αναπτύσσεται στο πλαίσιο της έννομης τάξεως της χώρας εγκαταστάσεώς της, είναι αυτονόητο ότι, έχουν πλήρη εφαρμογή και οι διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν τα δικαιώματα, αλλά και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του συνόλου των ατόμων που συναπαρτίζουν τον πληθυσμό του συγκεκριμένου κράτους.
 Έτσι, π.χ. το άρθρο 30 της Οικουμενικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1948) απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων και υποδηλώνει πως τα ακραία όρια της ασκήσεως ενός δικαιώματος υπερβαίνονται, όταν προσβάλλονται τα δικαιώματα του πλησίον. Επίσης, το άρθρο 29 παρ.1 της ίδιας διακηρύξεως αναφέρει ότι, «το άτομο έχει υποχρεώσεις προς την κοινότητα, μέσα στην οποία μόνο είναι δυνατή η ελεύθερη και πλήρης ανάπτυξη της προσωπικότητά του». Η φράση επαναλαμβάνεται στο προοίμιο των δύο Συμφώνων των Ηνωμένων Εθνών του 1966: το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων και το Διεθνές Σύμφωνο Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων. Επί πλέον στο πρώτο από τα προαναφερθέντα Σύμφωνα, ρητώς μνημονεύονται (άρθρο 5) και τα άτομα, ως αποδέκτες της απαγορεύσεως της καταχρηστικής ασκήσεως των δικαιωμάτων, ενώ, εκ παραλλήλου η απαγόρευση επικεντρώνεται στον έλεγχο του σκοπού (Objective) της ασκήσεως μιας δραστηριότητας (Activity). Με βάση την ρητή αυτή απαγόρευση είναι προφανές ότι, εάν η άσκηση μιας δραστηριότητας γίνεται για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο αναγνωρίζεται το αντίστοιχο δικαίωμα, μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία, τότε, χωρίς να πλήττεται το δικαίωμα, η συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι παράνομη. Κατά συνέπεια, είναι απολύτως νόμιμη η ίδρυση ενός σωματείου από μέλη της μειονότητας για την επιδίωξη σκοπών επιτρεπομένων από την ελληνική έννομη τάξη, αλλά ασφαλώς απαγορεύεται η άσκηση δραστηριοτήτων ξένων προς το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ανεγνωρισμένη δράση του σωματείου αυτού, όπως π.χ. η επιλογή του Μουφτή ή η άρνηση αποδοχής των προσφερομένων από την ελληνική πολιτεία σχολικών βιβλίων.
Η έξαρση του ενδιαφέροντος για την θέση των μειονοτήτων, που εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως, ιδίως μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, εξειδίκευσε το πλαίσιο της προστασίας τους, με αποτέλεσμα στις γενικότερες διατάξεις περί προστασίας των ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων να προστεθούν ειδικές ρυθμίσεις αποκλειστικώς αναφερόμενες στις μειονότητες. Η Τουρκία επιχειρεί να εκμεταλλευθεί, πάντοτε υπέρ των δικών της επιδιώξεων, αυτό το «ευνοϊκό» για τις μειονότητες κλίμα επικαλούμενη, επιλεκτικά και κατά το συμφέρον της πάντοτε, την ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων των «Τούρκων»-Μουσουλμάνων της Θράκης, τα οποία, κατά την άποψή της, παραβιάζονται από την Ελλάδα.. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα είναι αποκαλυπτικό των προθέσεών της ότι, η γειτονική χώρα αποδίδει χαρακτηριστικά κοινής εθνοφυλετικής καταγωγής στους Μουσουλμάνους της Θράκης, οι οποίοι στην πραγματικότητα στερούνται αυτών των προϋποθέσεων και, ταυτόχρονα, αρνείται την αναγνώριση αυτής της ιδιαιτερότητας στους Κούρδους, που αποδεδειγμένα αποτελούν μειονότητα με ιδιαίτερη φυλετική, γλωσσική και πολιτισμική προέλευση.
Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ο τούρκος αντιπρόσωπος, κατά τη συζήτηση του Σχεδίου Συμβάσεως για την προστασία των μειονοτήτων από την «Επιτροπή της Βενετίας», πολέμησε με φανατισμό τον υιοθετηθέντα ορισμό της μειονότητας, που «αυτοματοποιεί» την αναγνώρισή της, εφ’ όσον συγκεντρώνει τέσσαρες προϋποθέσεις:
 Iδιαίτερα χαρακτηριστικά (εθνικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά), διαφοροποίηση σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, θέληση μειονοτικής ταυτότητας, ιθαγένεια του κράτους εγκαταστάσεως. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σε κάθε ευκαιρία (π.χ. Διάσκεψη για την Ανθρώπινη Διάσταση, Κοπεγχάγη 1990, Συνάντηση της Γενεύης του 1991 και του Ελσίνκι 1992) η Τουρκία δηλώνει ότι ο όρος «εθνικές μειονότητες» καλύπτει μόνον ομάδες, το καθεστώς των οποίων έχει αναγνωρισθεί βάσει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών από την ίδια!
Στο προαναφερθέν Σχέδιο, που η ολομέλεια της Επιτροπής της Βενετίας υιοθέτησε, τον Φεβρουάριο του 1991, περιέχονται διατάξεις σχετικές με τις υποχρεώσεις των μειονοτήτων (άρθρα 1 παρ 2 & 3, 15). Ειδικότερα:
· απαγορεύεται κάθε αποσχιστική κίνηση εκ μέρους των μειονοτήτων. Η θέση των μειονοτήτων είναι εξ ορισμού μέσα στο κράτος στο οποίο ζει.
· Στα μέλη των μειονοτήτων δεν εφαρμόζεται μόνον η ισότητα ως προς τα δικαιώματα, αλλά και η ισότητα ως προς τις υποχρεώσεις. Τούτο σημαίνει ότι οι ανήκοντες στην μειονότητα οφείλουν να εκπληρώνουν νομιμοφρόνως (loyalement) όλες τις υποχρεώσεις που βαρύνουν κάθε υπήκοο του κράτους στο οποίο ζουν.
· Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους οι μειονότητες οφείλουν να σέβονται την εθνική νομοθεσία, καθώς και τα δικαιώματα των άλλων και ιδιαίτερα τα δικαιώματα της πλειονότητας.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Σύμβαση-Πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης (1995), που έστω και αν δεν έχει, κατά την ελληνική θέση, πεδίο εφαρμογής για την μουσουλμανική μειονότητα, αποτυπώνει τις κρατούσες αντιλήψεις στον χώρο του διεθνούς δικαίου και οριοθετεί το πλαίσιο αναπτύξεως της σχετικής επιχειρηματολογίας από ελληνικής πλευράς.
Ειδικότερα, το άρθρο 20 της Συμβάσεως-Πλαισίου ορίζει ότι, «Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που απορρέουν από τις αρχές που εξαγγέλλονται στην παρούσα Σύμβαση-Πλαίσιο, τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες σέβονται την εθνική νομοθεσία και τα δικαιώματα των άλλων, ιδίως δε των προσώπων που ανήκουν στην πλειονότητα ή σε άλλες εθνικές μειονότητες».
Επίσης, το άρθρο 21 ορίζει ότι, « Καμία από τις διατάξεις της παρούσης συμβάσεως-Πλαισίου δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο συνεπαγόμενο οποιοδήποτε δικαίωμα για κάποιο άτομο να επιδοθεί σε δραστηριότητα ή να εκτελέσει πράξεις αντίθετες προς τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και κυρίως την κυριαρχική ισότητα, την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία των κρατών».
Συνεπώς υφίσταται διττή υποχρέωση, για εκείνους που αυτοαποκαλούνται «Τούρκοι», έναντι της ελληνικής πολιτείας, της οποίας είναι υπήκοοι: Από την μια πλευρά η υποχρέωση σεβασμού της εθνικής νομοθεσίας και των δικαιωμάτων των τρίτων προσώπων που ανήκουν στην πλειονότητα, από την άλλη δε πλευρά, η υποχρέωση αποχής από κάθε δραστηριότητα, που έρχεται σε αντίθεση προς θεμελιώδεις αρχές που διέπουν, στο διεθνές πεδίο, την ασφάλεια του κράτους.
Επί πλέον το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 3 παρ. 1 της Συμβάσεως-Πλαισίου, δεν επιτρέπει την υποχρεωτική ταύτιση ενός ατόμου με την ομάδα στην οποία, με βάση τα κοινά αντικειμενικά χαρακτηριστικά, ανήκει. Η ομάδα δεν μπορεί να εξαναγκάσει τα μέλη της να αφομοιωθούν σ’ αυτή, αφού το δικαίωμα στην διαφορά λειτουργεί όχι μόνο σε σχέση με την πλειονότητα, αλλά και στο εσωτερικό της ίδιας της μειονοτικής ομάδας. Αυτονόητο είναι ότι, τούτο, πολύ περισσότερο, ισχύει στην περίπτωση των Πομάκων και των Αθιγγάνων, που λόγω καταγωγής (φυλετικής, γλωσσικής, πολιτισμικής) διαφοροποιούνται πλήρως από τους Τουρκογενείς Μουσουλμάνους της Θράκης.
Εξ άλλου το υποτιθέμενο ενδιαφέρον της Τουρκίας για την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, το οποίο, με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις, θεωρείται θεμιτό και δεν εκλαμβάνεται ως ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας, δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτο και απεριόριστο, σε βαθμό που να μετατρέπεται, όπως πράγματι συμβαίνει από πλευράς γείτονος, σε στοιχείο επιθετικής εξωτερικής πολιτικής σε βάρος της χώρας μας. Το άρθρο 2 της Συμβάσεως-Πλαισίου ρητώς ορίζει ότι, οι διατάξεις της «…θα εφαρμοσθούν με καλή πίστη, πνεύμα κατανοήσεως και ανεκτικότητας, καθώς επίσης με σεβασμό των αρχών της καλής γειτονίας, των φιλικών σχέσεων και της συνεργασίας, μεταξύ των κρατών».
Το διαμορφούμενο πλαίσιο προστασίας των μειονοτήτων, αλλά και το πλέγμα των ρυθμίσεων που καθορίζει της υποχρεώσεις των τελευταίων έναντι της πλειονότητας και του κράτους εγκαταστάσεώς τους, ανεξαρτήτως της νομικής τους ισχύος, εμπεριέχουν πολιτική και ηθική δέσμευση ανάλογη του βαθμού δημοκρατικότητας των ενδιαφερομένων μερών.
 Η εκ μέρους της Τουρκίας συστηματική περιφρόνηση των υποχρεώσεων αυτής της μορφής και η, εκ διαμέτρου αντίθετη, προβολή παραλόγων αξιώσεων και αβασίμων διεκδικήσεων δεν πρέπει να καταλήγει, εξ αιτίας της αδράνειας ή της ελλείψεως προπαρασκευής και ετοιμότητας, στην ουσιαστική αποδυνάμωση των θέσεών μας και την συνακόλουθη εδραίωση των απαραδέκτων επιδιώξεων της γειτονικής χώρας.
Η Τουρκία εγείρει διαρκώς θέμα μειονότητας στη Θράκη για τρεις κυρίως λόγους:
Ο πρώτος είναι στρατηγικής σημασίας και, όπως ήδη έχει αναφερθεί, ανάγεται στην κεμαλική υποθήκη περί μελλοντικής υπαγωγής της περιοχής στα όρια του τουρκικού κράτους.
 Ο δεύτερος αποτελεί κίνηση τακτικής και απορρέει από την ανάγκη δημιουργίας εντυπώσεων αντιπερισπασμού και αποπροσανατολισμού προς την διεθνή κοινή γνώμη, εξ αιτίας των ιδικών της, σε βάρος της Ελλάδος, υπαρκτών προκλήσεων.
Ο τρίτος λόγος έχει ψυχολογική βάση και ανάγεται στη βεβαιότητα της Τουρκίας ότι, κάθε φορά που οι γείτονες μας ομιλούν, υποκριτικά και με ιδιοτέλεια, για την μουσουλμανική μειονότητα, εμείς στην Ελλάδα αγωνιούμε, ως δακτυλοδεικτούμενοι ένοχοι, να βρούμε επιχειρήματα, προκειμένου να «απολογηθούμε» και να αποσείσουμε τις, συνήθως αβάσιμες και σκοπίμως κατασκευασμένες, τουρκικές κατηγορίες.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία, ενισχυόμενη ακατάπαυστα και από ένα ακατανόητο, ιδίως στις διεθνείς σχέσεις, πλέγμα ενοχής, που φροντίζουν επιμελέστατα να καλλιεργούν «εντός των τειχών» οι πάσης φύσεως «προοδευτικοί» και «μονοπωλητές» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκμεταλλεύεται άριστα την παρουσία της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και καταλογίζει, ξεδιάντροπα και ατιμωρητί, στην Ελλάδα, όλα όσα η ίδια διέπραξε σε βάρος της εξοντωθείσης, ήδη, ελληνικής μειονότητας της Τουρκίας, χωρίς ποτέ, γι’ αυτή της την απάνθρωπη συμπεριφορά, να αισθανθεί την ανάγκη, όχι μόνο να λογοδοτήσει, αλλά ακόμη και να δώσει υποτυπώδεις, έστω, εξηγήσεις.
Η ανάγκη ενσωματώσεως της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική κοινωνία δεν έχει ασφαλώς την έννοια της πολιτιστικής, γλωσσικής ή θρησκευτικής αφομοιώσεως της, όπως κακόβουλα και εκ του πονηρού υποστηρίζει η Άγκυρα, καταγγέλλουσα οποιαδήποτε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Υποδηλώνει την προοπτική οργανικής συμμετοχής της μειονότητας στις διαδικασίες κοινωνικής δράσεως, που υπαγορεύονται από την ίδια την ανάγκη αποφυγής ρατσιστικών φαινομένων ή «γκετοποιήσεως» των εγχωρίων μουσουλμάνων. Είναι προφανές ότι, όποιος υποστηρίζει την ύπαρξη διακρίσεων σε βάρος της μειονότητας δεν μπορεί, όπως συνειδητά πράττει η Τουρκία, να καταγγέλλει, ταυτόχρονα, ως ύποπτη και την κάθε προσπάθεια που αποβλέπει στην κοινωνική ενσωμάτωση της, που εκ των πραγμάτων οδηγεί στην εξάλειψη των διακρίσεων και των ανισοτήτων. Όμως, στην πραγματικότητα, η οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως, εκπαιδεύσεως, πολιτιστικής αναπτύξεως και κοινωνικής εξελίξεως των μουσουλμάνων στη Θράκη αποστερεί την Τουρκία των δυνατοτήτων ασκήσεως προπαγάνδας και πιέσεων σε βάρος της Ελλάδας ενώπιον των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινής γνώμης. Με απλά λόγια, μια ευημερούσα και ακμάζουσα μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη είναι παντελώς άχρηστη στην Τουρκία, που θεμελιώνει την έναντι της Ελλάδος πολεμική της στην αναζήτηση στοιχείων τα οποία «αποδεικνύουν» την υποτιθέμενη καταπίεση των ομοθρήσκων της.
Με αυτά τα δεδομένα και εφ’ όσον έχει αποδοθεί σωστά από τον τύπο, η αρεοπαγιτική πρόταση προς το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, που αποδέχεται ως νόμιμη την χρήση των όρων «Τουρκική Ένωση» και «Τούρκοι της Δυτικής Θράκης», εγείρει σοβαρότατες αμφιβολίες για την πληρότητα της αιτιολογίας της και, κυρίως, για την βασιμότητα των παραμέτρων που εξέλαβε ως ορθές, προκειμένου να καταλήξει στην ανατροπή της εφετειακής αποφάσεως. Το Εφετείο Θράκης, με την 31/2002 απόφασή του (της οποίας έχει ζητηθεί η αναίρεση) έχει αποφανθεί ότι το Σωματείο «αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τα μέλη του ως Τούρκους και όχι απλώς ως μουσουλμάνους ελληνικής υπηκοότητας, επιδιώκει δε με την λειτουργία του ευθέως την προώθηση, εντός των ορίων της ελληνικής πολιτείας, πολιτειακών σκοπών ξένου κράτους, δηλαδή την επικράτηση τουρκικών ιδεωδών». Αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι, στο καταστατικό της «Τουρκικής» Ένωσης Ξάνθης, περιλαμβάνεται ρητώς, ως σκοπός των μελών της, και η διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων, των προελθουσών εκ της τουρκικής μεταπολιτεύσεως», χρειάζεται ιδιαίτερη επίγνωση των κρατουσών στην Θράκη συνθηκών, για να αντιληφθεί κανείς ότι είναι σαφής και απροκάλυπτη η ένταξη σκοπών, εξυπηρετούντων αποκλειστικά και μόνον τα συμφέροντα της νεοκεμαλικής Τουρκίας, στην δράση Ελλήνων πολιτών στο εσωτερικό της χώρας μας; Πρόκειται για διάταξη η οποία, εκτός του ότι απειλεί ευθέως την δημόσια τάξη, θέτει σε κίνδυνο, με δεδομένη την προκλητική συμπεριφορά της γειτονικής χώρας, την ιδία την ειρήνη προς την παγίωση της οποίας, εν τούτοις, απέβλεψαν πρωτίστως η Συνθήκη της Λωζάννης και η σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ελπίζουμε ότι, η εμπειρία και κυρίως η νομική συγκρότηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Δικαστών του Αρείου Πάγου δεν θα «προσπεράσει», με την ίδια αδικαιολόγητη ευκολία, την θεμελιώδη συνταγματική διάταξη για την αυξημένη ισχύ των διεθνών συμβάσεων (συνεπώς και της Συνθήκης της Λωζάννης και της συμβάσεως ανταλλαγής των πληθυσμών), που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος). Πιστεύουμε, επίσης, ότι, πέρα από τις συγκεκριμένες διεθνείς συνθήκες, τα προαναφερόμενα εφόδια, που η διεθνής έννομη τάξη προσφέρει, θεμελιώνουν επαρκέστατα την επικύρωση της εφετειακής αποφάσεως και, συνεπώς, την απόρριψη της έξωθεν υπαγορευομένης αιτήσεως αναιρέσεως. Και, τέλος, υποθέτουμε ότι, η ελληνική Δικαιοσύνη δεν είναι δυνατόν να παρακάμψει, έστω και υπό το κράτος της περιρρέουσας πολιτικής ατμόσφαιρας, που «ευνοεί» την άνευ όρων προσέγγιση με την Τουρκία, τις θεμελιώδεις συνταγματικές επιταγές για την τήρηση των νόμων του κράτους, την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου, την αντιστοιχία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, την μη προσβολή των δικαιωμάτων των (λοιπών) Ελλήνων πολιτών και, βεβαίως, την ακροτελεύτια υποχρέωση για αφοσίωση στην Πατρίδα και την Δημοκρατία (άρθρο 120 παρ. 2 του Συντάγματος), από της οποίας, προδήλως, δεν μπορεί να (αυτο)εξαιρεθεί το σώμα των Ελλήνων Δικαστών.-
Πηγή: Δίκτυο21 

No comments:

Post a Comment

Only News

Featured Post

US Democratic congresswoman : There is no difference between 'moderate' rebels and al-Qaeda or the ISIS

United States Congresswoman and Democratic Party member Tulsi Gabbard on Wednesday revealed that she held a meeting with Syrian Presiden...

Blog Widget by LinkWithin