Saturday, June 9, 2012

Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΡΟΛΟΥ ...

  • [1] Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το προσεχές τεύχος των «Εθνικών Επάλξεων», περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης.
Προ ενός έτους, η στήλη διαπίστωνε  ότι η Τουρκία του κ. Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚ) επανασυνδεόταν με τη μεγαλοϊδεατική πολιτική Οζάλ, και, αξιοποιώντας την αύξουσα οικονομική και στρατιωτική της ισχύ, καθώς και τη θρησκευτική και εθνοτική της συγγένεια με πληθυσμούς του γεωπολιτικού της χώρου, επεδίωκε να αναδειχθεί σε μείζονα περιφερειακή και όχι μόνο δύναμη. Και στο ίδιο εκείνο άρθρο ετίθεντο μια σειρά από ερωτήματα στα οποία οι εν λόγω τουρκικές φιλοδοξίες έδιναν λαβή, με κυριότερα τα αφορώντα:
Στο εσωτερικό τουρκικό μέτωπο και ειδικότερα στο Κουρδικό, στην πορεία της οικονομίας, και στην έκβαση της διαπάλης πολιτικού Ισλάμ και κεμαλικού κατεστημένου. Στην ανταπόκριση του τουρκικού γεωπολιτικού περιγύρου και ιδίως στου αραβο-μουσουλμανικού κόσμου στη επιχείρηση σαγήνης της Άγκυρας. Στην τροπή της τουρκο-ϊσραηλινής αντιπαράθεσης. .Και στην εξέλιξη των σχέσεων της Τουρκίας με τον Δυτικό Κόσμο, και πιο συγκεκριμένα με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, και την Ουάσιγκτον.
Ένα χρόνο αργότερα, ορισμένα από τα ερωτήματα αυτά έχουν μερικώς τουλάχιστον απαντηθεί. Kρίσιμα, όμως, άλλα παραμένουν αναπάντητα.
*** 
Μια αδιαμφισβήτητη επιτυχία του Τούρκου πρωθυπουργού είναι η, μετά την επικράτησή του κατά τις βουλευτικές εκλογές της 12ης Ιουνίου 2011, περαιτέρω εδραίωση της εσωτερικής του θέσης. Ο στρατός δείχνει να έχει αποδεχθεί, τουλάχιστον επί του παρόντος, την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής εξουσίας. Με το κυβερνών πολιτικό Ισλάμ, από την πλευρά του, να έχει εν πολλοίς υιοθετήσει τις θέσεις των κεμαλικών για μείζονος σημασίας εθνικά θέματα, όπως το Κουρδικό – ως προς το οποίο, με δεδομένη και την αδιαλλαξία της κουρδικής ηγεσίας, έχει εγκαταλείψει την παλαιότερη, ηπιότερη γραμμή του, τασσόμενο πλέον υπέρ της στρατιωτικής λύσης – και το Κυπριακό.  Τα δε κόμματα της αντιπολίτευσης, στερούμενα ηγεσιών ικανών να αντιπαραταχθούν στον χαρισματικό κ. Ερντογάν, δεν κατορθώνουν μέχρι στιγμής να ανακύψουν από την εκλογική τους ήττα.
Ενώ, στην ενίσχυση του κυβερνώντος κόμματος και του ηγέτη του έχουν μεγάλως συμβάλει – πιθανώς αποφασιστικά – και οι εντυπωσιακοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας. Ενδεικτικώς, κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια, επί δέκα εκ των οποίων η χώρα κυβερνήθηκε από  το ΑΚ, το ΑΕΠ τετραπλασιάσθηκε και οι εξαγωγές πενταπλασιάσθηκαν. Χωρίς. ωστόσο, οι μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της γείτονος να είναι απαλλαγμένες αβεβαιοτήτων. Καθώς, όπως επισημαίνουν έγκυροι διεθνείς παρατηρητές, η τουρκική οικονομία απειλείται από ένα αυξανόμενο πληθωρισμό, και συγχρόνως είναι επικινδύνως εκτεθειμένη στις ορέξεις των διεθνών χρηματαγορών.  Από την άλλη δε, επισημαίνεται ο κίνδυνος, ο κ. Ερντογάν να υποκύψει στον πειρασμό της ύβρεως – με τους πιθανολογούντες το ενδεχόμενο αυτό να επικαλούνται την κεκηρυγμένη πρόθεση του Τούρκου πρωθυπουργού να αναμορφώσει το πολιτειακό σύστημα προς προεδρική κατεύθυνση και την εικαζόμενη φιλοδοξία του να μεταπηδήσει μετά διετία στην αναβαθμισμένη προεδρία, διαιωνίζοντας έτσι, και δη υπό ενισχυμένη μορφή, την πολιτική ηγεμονία του.
***
Σε ό,τι, εξ άλλου, αφορά στη διεθνή σκηνή, οι επιδόσεις της Άγκυρας εμφανίζονται άνισες, ενώ προκύπτουν και αρκετές ασάφειες ως προς τις πραγματικές επιλογές της τουρκικής ηγεσίας.
Η ενίσχυση της πολιτισμικής, οικονομικής, και διπλωματικής παρουσίας της Τουρκίας στα τουρκόφωνα κράτη της Κεντρικής Ασίας συνεχίσθηκε – με ιδιαίτερη επιτυχία στην Κιργιζία. Με την οποία η Άγκυρα συνεργάζεται επί πλέον στον στρατιωτικό τομέα και έχει συγκροτήσει ένα «Συμβούλιο Στρατηγικής Συνεργασίας Υψηλής Στάθμης» [High Level Strategic Cooperation Council], προεδρευόμενο από τον Τούρκο πρωθυπουργό και τον Κιργίζιο πρόεδρο.
Σε σημαντικά, αντιθέτως, εμπόδια προσκρούει η τουρκική πολιτική στην Υπερκαυκασία. Η επιδίωξη της Άγκυρας να εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Ερεβάν παραμένει όμηρος της διένεξης μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν περί το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Καθώς το Μπακού θεωρεί, ότι, όσο η επίμαχη περιοχή παραμένει υπό αρμενική κατοχή, η εξομάλυνση αυτή θα αποτελούσε «προδοσία» εκ μέρους του Τούρκου εθνοτικού «αδελφού», στρατηγικού συμμάχου, και οικονομικού εταίρου – και η τουρκική πλευρά ενδίδει στις πιέσεις αυτές των Αζέρων. Ενώ η στενή και πολύπλευρη – μεταξύ άλλων και στρατιωτική – συνεργασία της Τουρκίας με τη Γεωργία περιπλέκεται από την παράλληλη προσπάθεια της Άγκυρας να προσεγγίσει την, παρανόμως κατά την άποψη της Τιφλίδας, ανεξαρτητοποιηθείσα Αμπχαζία.
Η τουρκική αυτή διείσδυση στην Κεντρική Ασία και την Υπερκαυκασία συντελείται υπό τη σκιά ενός εν πολλοίς ανομολόγητου ρωσο-τουρκικού ανταγωνισμού.  Βέβαια, Τουρκία και Ρωσία έχουν αναπτύξει στενή οικονομική, τουριστική, και ενεργειακή συνεργασία, με την Άγκυρα να μελετά και την ανάθεση στους Ρώσους της κατασκευής πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά δε το πρόσφατο ακόμη παρελθόν, οι δύο δυνάμεις συνέκλιναν ευκαιριακά και στον διπλωματικό τομέα – επί παραδείγματι, ως προς το Ιράν και τη Συρία. Η προσπάθεια, ωστόσο, των Τούρκων  να επωφεληθούν της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ για να επεκτείνουν την επιρροή τους στον πρώην σοβιετικό χώρο, από τη  μια, και, από την άλλη, η επιδίωξη της Μόσχας να ανακτήσει στο μέτρο του δυνατού τον έλεγχο του «εγγύς εξωτερικού» της, έχουν αναπόφευκτα οδηγήσει σε μια δυσκόλως αποκρυπτόμενη αντιπαράθεση. Την οποία οξύνει η συνεχιζόμενη, αν και σε μειωμένο βαθμό, δραστηριοποίηση εχθρικών προς την Τουρκία Κούρδων σε ρωσικό έδαφος και εχθρικών προς τη Ρωσία Καυκασίων σε τουρκικό. Ενώ διάσταση πολιτικής μεταξύ των δύο πρωτευουσών σημειώνεται και σε σειρά άλλων διεθνών θεμάτων, όπως το Κυπριακό, το Κοσοβικό, το Βοσνιακό, η νατοϊκή αντιπυραυλική ασπίδα, και, ήδη, το Συριακό.
Αλλά οι «νέο-οθωμανικές» βλέψεις της Άγκυρας εκδηλώνονται και στα Βαλκάνια. Με την τουρκική διπλωματία να προσπαθεί, καλλιεργώντας όλως ιδιαίτερα το μουσουλμανικό στοιχείο, να αναπτύξει πολύπλευρες σχέσεις με τα τοπικά κράτη: Επενδύοντας σημαντικούς πόρους στον εκπαιδευτικό τομέα. Επιχειρώντας να μεσολαβήσει για την επίλυση τοπικών διαφορών, όπως οι μεταξύ Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και Σερβίας. Παρέχοντας τη στήριξή της στην ένταξη του Μαυροβουνίου, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, και της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Και, σε σχέση ειδικότερα με τα Σκόπια, εκμεταλλευόμενη τη διαμάχη τους με την Ελλάδα περί την ονομασία τους. Οι τουρκικές, όμως, αυτές προσπάθειες συναντούν τη διάχυτη καχυποψία των χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής..
***
Ωστόσο, η προσοχή της τουρκικής ηγεσίας είναι πρωτίστως επικεντρωμένη στον μεσανατολικό χώρο. Όπου η Τουρκία, μετά δεκαετίες σχετικής αποστασιοποίησης, επιχειρεί να επιστρέψει ως μείζων περιφερειακή δύναμη, αξιοποιώντας τη μουσουλμανική της ταυτότητα, την οικονομική και στρατιωτική της ισχύ, και το πολιτειακό της πρότυπο. Και αρχικώς μεν η Άγκυρα επεδόθη στη σύσφιγξη των σχέσεών της με τα – σχεδόν χωρίς εξαίρεση – αυταρχικά καθεστώτα του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου. Πλην όμως, μετά την εκδήλωση της «αραβικής άνοιξης», η οποία την κατέλαβε εξ απήνης, όπως άλλωστε και τις περισσότερες ενδιαφερόμενες πρωτεύουσες, εστράφη εναντίον των πρώην αυτών φίλων, προκειμένου να  εξασφαλίσει προνομιακούς δεσμούς και με τους διαδόχους των – κατά κύριο λόγο, στην Τυνησία, στη Λιβύη, και στην Αίγυπτο. Με τους Αιγυπτίους πάντως να επιδεικνύουν έναντι των τουρκικών αυτών ανοιγμάτων έκδηλη επιφυλακτικότητα, αντιμετωπίζοντας πάντοτε τους Τούρκους ως ανταγωνιστές για την περιφερειακή πρωτοκαθεδρία.
Η πλέον, όμως, θεαματική κυβίστηση της τουρκικής ηγεσίας  εκδηλώθηκε έναντι του Σύρου προέδρου Καθώς η Άγκυρα, από ένθερμος υποστηρικτής, απέβη σκληρός επικριτής και υπονομευτής του. Την δε γεωπολιτικά ιδιαίτερα σημαντική αυτή μεταστροφή, η οποία πιθανότατα οφείλεται μερικώς στα πολλαπλά προβλήματα που προκαλεί το προς τουρκικό έδαφος προσφυγικό ρεύμα συνεπεία των συγκρούσεων στη γειτονική χώρα, ορισμένοι αναλυτές, αποδίδουν και σε επιδίωξη του κ Ερντογάν, ως επικεφαλής της κατά τα τρία τέταρτα σουνιτικής Τουρκίας να ταχθεί αλληλέγγυος με το σουνιτικό στοιχείο της Συρίας – πλειοψηφούν μεν, αλλά πολιτικώς περιθωριοποιημένο υπό το καθεστώς των σιιτών αλεβιτών προέδρων Χαφέζ και Μπασάρ αλ-Ασαντ – προκειμένου να  διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στους κόλπους του ευρύτερου σουνιτικού κόσμου.  Ενώ τις τουρκο-συριακές σχέσεις περιπλέκει περαιτέρω η – παραδοσιακά – ευμενής μεταχείριση από τη Δαμασκό της κουρδικής της μειονότητας, σε μια στιγμή που η ένοπλη σύγκρουση του τουρκικού κράτους με την κουρδική ανταρσία κλιμακώνεται.
Κατά τα λοιπά, η αύξουσα αυτή τουρκική πίεση επί του προστατευομένου από το Ιράν συριακού καθεστώτος, αφ’ ενός, και, αφ’ ετέρου, οι μεταξύ της τουρκικής και της ιρανικής ηγεσίας θρησκευτικές διαφορές – οι Ιρανοί είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους Σουνίτες – και, κυρίως, οι περιφερειακές ηγετικές φιλοδοξίες και των δύο πλευρών και συνακόλουθα η ανέκαθεν υφέρπουσα μεταξύ τους καχυποψία, εξηγούν πιθανότατα και τη σημειούμενη τους τελευταίους μήνες ψύχρανση των μέχρι πρότινος φαινομενικά θερμών σχέσεων της Άγκυρας με την Τεχεράνη. Με απτή εκδήλωση της μεταβολής αυτής, τη συναίνεση της πρώτης στην εγκατάσταση σε τουρκικό έδαφος στοιχείων της – στρεφομένης πρωτίστως κατά του Ιράν – νατοϊκής αντιπυραυλικής ασπίδας, και τις έντονες σχετικές  διαμαρτυρίες της τελευταίας.
Η πτυχή όμως της μεσανατολικής πολιτικής της Τουρκίας που ίσως περισσότερο από κάθε άλλη συγκρατεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον, και πάντως το δυτικό, είναι οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις. Μετά την ένταση που προκάλεσε προ διετίας το επεισόδιο Μαβί Μάρμαρα, οι τελευταίες αυτές διέρχονται φάση εκατέρωθεν συγκράτησης – στην οποία ασφαλώς συμβάλλουν μεγάλως και οι προσπάθειες των ΗΠΑ για την αποτροπή της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης των δύο στρατηγικών τους εταίρων, και για τη συν τω χρόνω γεφύρωση των διμερών τους διαφορών. Και από ισραηλινής μεν πλευράς, η αποκατάσταση της συνεργασίας με τους Τούρκους είναι καταφανώς ευπρόσδεκτη – αρκεί η Άγκυρα να μην εμμείνει στους ταπεινωτικούς όρους που μέχρι στιγμής θέτει.  Αντιθέτως, όμως, οι εν προκειμένω προθέσεις του κ. Ερντογάν εμφανίζονται αρκετά γριφώδεις. Με τον Τούρκο πρωθυπουργό να έχει, χάρις στην άκαμπτη φιλοπαλαιστινιακή στάση του, αποβεί ιδιαίτερα δημοφιλής στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο. Αλλά και να μη μπορεί να αγνοήσει την ισραηλινή στρατιωτική ισχύ, τη δυνατότητα των Ισραηλινών να εκμεταλλευθούν το Κουρδικό, και την μεγάλη και ενίοτε καθοριστική επιρροή που το εβραϊκό λόμπι ασκεί στην Ουάσιγκτον, ασχέτως ενδοαμερικανικών κομματικών συσχετισμών. Θεαματική επομένως συμφιλίωση των δύο στρατιωτικά ισχυρότερων και πλέον προσκείμενων προς τη Δύση μεσανατολικών δυνάμεων είναι απίθανο να σημειωθεί. Ουδόλως όμως αποκλείεται μια προσεκτική εκατέρωθεν επαναπροσέγγιση – ιδίως εάν επιτευχθεί κάποια ουσιαστική πρόοδος στο Παλαιστινιακό.
***
Οι μεσανατολικές, ιδίως, πρωτοβουλίες της Άγκυρας – και κυρίως η αρχική στήριξή της προς τους Αγιατολάδες του Ιράν και η αντιπαράθεσή της με το Ισραήλ – δημιούργησαν προς στιγμήν την εντύπωση ότι υπό τη νέα, ισλαμογενή ηγεσία της η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση. Ωστόσο οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών τείνουν να διαψεύσουν την εκτίμηση αυτή. Η τουρκική ηγεσία δείχνει να αντιλαμβάνεται τα όρια ελευθερίας κινήσεων που αντικειμενικώς διαθέτει. Και φροντίζει να διατηρήσει τους δυτικούς της δεσμούς. Οι δε πιο πρόσφατες επιλογές της αναφορικά με τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, ανεξάρτητα από τα βαθύτερά τους κίνητρα, συνάδουν με την επιδίωξη αυτή.
Επί παραδείγματι: Ενώ αρχικά αντετάχθη στη νατοϊκή επίθεση κατά της Λιβύης, εν συνεχεία συνέπραξε ενεργώς στη διεξαγωγή της. Είναι επίσης σαφές ότι η στροφή της κατά του συριακού καθεστώτος εξυπηρετεί την έναντι της Βηρυτού πολιτική, τόσο της Ουάσιγκτον, όσο και των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Ενώ, καθοριστική για τις σχέσεις της με την Ατλαντική Συμμαχία κρίνεται η, εις πείσμα των ιρανικών ενστάσεων, επέκταση του νατοϊκού αντιπυραυλικού συστήματος στην τουρκική επικράτεια.
Η βαθμιαία δε αυτή αναπροσαρμογή της τουρκικής πολιτικής φαίνεται να γίνεται ασμένως δεκτή, τόσο από τον Αμερικανό πρόεδρο – ο οποίος επανειλημμένως έχει υπογραμμίσει τη σημασία που αποδίδει στη σύμπραξη με την Άγκυρα – όσο και από τις μεγάλες δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις.  Χωρίς ωστόσο οι τελευταίες αυτές – και ειδικότερα το Παρίσι και το Βερολίνο – να αναθεωρούν την ουσιαστικά αρνητική στάση τους έναντι του τουρκικού αιτήματος ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πιθανότερο δε είναι ότι οι όποιες ελπίδες των Τούρκων για βελτίωση των ενταξιακών τους προοπτικών μετά την ήττα του «κακού» κ. Σαρκοζί κατά τις πρόσφατες γαλλικές προεδρικές εκλογές θα διαψευσθούν.
Όλα δηλαδή δείχνουν, ότι η Τουρκία παραμένει «πολύ μεγάλη, πολύ φτωχή και πολύ διαφορετική» για να χωρέσει στην Ευρώπη ως πλήρες μέλος.  Με την κρίση στην Ευρωζώνη, σε συνδυασμό και με τη διευρυντική κόπωση των Κοινοτικών Ευρωπαίων, να δυσχεραίνει περαιτέρω την ένταξη αυτή. Και με το Κυπριακό και την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Τουρκία να χρησιμοποιούνται από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ως βολική πρόφαση για την επ’ αόριστον αναβολή της – κάτι που οι Τούρκοι έχουν φυσικά από καιρό αντιληφθεί, συνάγοντας και τα προφανή συμπεράσματα σε σχέση, ειδικότερα, με την κυπριακή τους πολιτική.
***
Στο ως άνω πλαίσιο τουρκικής εθνικής στρατηγικής, Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό δεν αποτελούν επί του παρόντος αντικείμενα υψηλής προτεραιότητας. Τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Αιγαίο, η Άγκυρα αρκείται στη διατήρηση των εκκρεμοτήτων και του στάτους κβο γενικότερα. Θεωρεί τη διχοτόμηση της Μεγαλονήσου οριστική. Ρυθμίσεις τύπου Ανάν που την καθιερώνουν διεθνώς, και δη υπό όρους ευνοούντες την τουρκική πλευρά, ασφαλώς θα εδέχετο. Εν απουσία όμως μιας τέτοιας λύσης, μεθοδεύει παντοιοτρόπως την εδραίωση του ψευδοκράτους, μεταξύ άλλων επικαλούμενη την ενεργειακή πολιτική της Λευκωσίας ως άλλοθι για να παγιώσει τα τετελεσμένα στα κατεχόμενα και να παρεμβάλει προσκόμματα στις διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ενώ στο Αιγαίο συνεχίζει την τακτική της από δεκαετιών συστηματικής παραβίασης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, προκειμένου, αφ’ ενός, να υπενθυμίζει εμπράκτως τις θέσεις της για το εύρος του εναέριου χώρου μας, και αφ’ ετέρου, να αποτρέπει ενδεχόμενες, αντίθετες προς τα συμφέροντά της, ελληνικές πρωτοβουλίες σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα ή την ΑΟΖ.
*Ο Γεώργιος Ε. Σέκερης είναι πρέσβης ε.τ. και συγγραφέας του βιβλίου Η Ελλάδα στη «Νέα Τάξη» – η Εθνική μας Στρατηγική στον 21ο Αιώνα (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2004).
Diplomatiko Periskopio 

No comments:

Post a Comment

Only News

Featured Post

US Democratic congresswoman : There is no difference between 'moderate' rebels and al-Qaeda or the ISIS

United States Congresswoman and Democratic Party member Tulsi Gabbard on Wednesday revealed that she held a meeting with Syrian Presiden...

Blog Widget by LinkWithin