Friday, December 30, 2011

Το Δικαίωμα στην τεμπελιά!

Γιώργος Φραγκούλης
---
Από το βιβλίο του αείμνηστου Βασίλη Ραφαηλίδη, “Μνημόσυνο για ένα ημιτελή θάνατο” [εκδόσεις ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, έκδοση 1992, σελίδες 276-280].
Το δικαίωμα στην τεμπελιά είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Παραδόξως, δεν συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, παρά το γεγονός πως όλοι οι κοινωνικοί αγώνες γίνονται για να έχει ο άνθρωπος στη διάθεση του περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Δηλαδή να μπορεί να είναι περισσότερο τεμπέλης.
Επιπροσθέτως, το δικαίωμα στην τεμπελιά είναι ουσιώδες μαρξιστικό δόγμα. Έγινα φανατικός μαρξιστής από τότε που διάβασα το «Δικαίωμα στην τεμπελιά» του Πωλ Λαφάργκ, γαμπρού του Μαρξ.
 
Άλλωστε η δουλειά διαφέρει απ” τη δουλεία μόνο κατά τον τόνο. Το σύνθημα, λοιπόν, «χαρά και εργασία» είναι είτε για προσκόπους, είτε για ηλιθίους. Εκτο, και αν αναφερόμαστε στην εργασία που κάνει κανείς ελεύθερα και αβίαστα, σε χρόνο που επιλέγει αυτός χωρίς την επιτήρηση του ξυπνητηριού που κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι σα δαμόκλεια σπάθη, που μας αποκεφαλίζει κάθε μέρα πλην Κυριακών και εορτών.
Προσωπικά, προτιμώ την πείνα απ’ το ξυπνητήρι (που λέει ο λόγος). Και πάντα αναρωτιόμουν πώς διάολο γίνεται και οι κομουνιστές άρχοντες επαινούν τόσο εμφατικά την εργασία. Και πάντα έβρισκα πολύ λογικό που στη Ρωσία δεν αγαπούν την εργασία. Οι μάζες κατανοούν αυτομάτως την αξία και τη σημασία της τεμπελιάς. Ο Μαρξ, άλλωστε, δεν ήταν που είπε πως ο άνθρωπος πρέπει να ξεφύγει κάποτε από τη δουλεία της δουλειάς; Ε, αυτό έγινε στη Σοβ. Ένωση. Οι μάζες ξέφυγαν απ’ τη δουλεία της δουλειάς. Λίγο πρόωρα, πάντως, γιατί ο Μαρξ διευκρινίζει πως αυτό θα γίνει δυνατό μόνο μέσα απ’ τη δουλειά. Αφού δηλαδή δουλέψουμε τόσο, όσο χρειάζεται για να εμφανιστεί η εντελώς αναγκαία στον κομουνισμό κοινωνία της αφθονίας.
Ωστόσο, άλλο πράγμα είναι η εργασία κι άλλο η «σοσιαλιστική εργασία». Η σοσιαλιστική εργασία είναι μια εφεύρεση του Στάλιν, που βοηθάει στο να ξεπεραστεί μια θεωρητική δυσκολία: Ο Μαρξ ονειρεύεται τη μακάρια εποχή κατά την οποία ο καθένας θα παράγει κατά τις δυνάμεις του και θα αμείβεται κατά τις ανάγκες του. Κατά τις δυνάμεις μου σημαίνει χωρίς ζόρισμα. Κατά τις ανάγκες μου σημαίνει χωρίς πολλές και κυρίως χωρίς ηλίθιες ανάγκες. Κι ένας που αγαπάει τα βιβλία δεν έχει ούτε πολλές ούτε ηλίθιες ανάγκες. Συνεπώς, ο διανοούμενος είναι κομουνιστής ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Άρα, ο κομουνισμός θα εγκαθιδρυθεί αυτομάτως όταν όλοι αγαπήσουν το βιβλίο. Κι όταν γυμνάσουν τον κώλο τους τόσο, όσο χρειάζεται για να μπορούν να κάθονται και σε καρέκλα που δεν είναι της ταβέρνας. Οι κοσμικοί και οι ταβερνόβιοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις να γίνουν κομουνιστές.
 Η σοσιαλιστική εργασία, λοιπόν, ουδόλως διαφέρει απ’ την καπιταλιστική εργασία. Απλώς, οι πονηροί έβαλαν το επίθετο σοσιαλιστική μπροστά για να κάνουν ανεκτή την διά της εργασίας εκμετάλλευση στο όνομα του χωρίς εκμετάλλευση καλύτερου κόσμου που όλο κινάει νάρθει κι όλο μένει στο δρόμο από λάστιχο. Όσο για τον σταχανοβισμό, αυτόν άστον καλύτερα να πάει στο διάολο. Πιο σατανική και πιο αντιμαρξιστική εφεύρεση θα ήταν αδύνατο να υπάρξει.
‘Οντας, λοιπόν, τεμπέλης εκ φύσεως και ως εκ τούτου διαθέτων εκ φύσεως τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να γίνω ένας καλός μαρξιστής (όχι όμως και καλός κομουνιστής, γιατί οι κομουνιστές σου ζητούν να υιοθετήσεις την αντιμαρξιστική έννοια της σοσιαλιστικής εργασίας, πράγμα που συνεχίζω να μην είμαι διατεθειμένος να κάνω), το 1962 γράφομαι στην ΕΔΑ σα μαρξιστής σκέτα. Ούτε κομουνιστής ούτε τίποτ’ άλλο. Έλα όμως που το κόμμα μας έστειλε, εμάς τους ΕΔΑίτες κινηματογραφιστές, στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» για να δουλέψουμε! Δηλαδή να γράφουμε τις κινηματογραφικές σελίδες, που έλειπαν απ’ αυτό το πάρα πολύ σπουδαίο καλλιτεχνικό και πνευματικό περιοδικό, που κυριαρχούσε στην ελληνική πνευματική ζωή κάπου δεκαπέντε χρόνια, μέχρι το 1967 που το έκλεισε η χούντα. Δύσκολη δουλειά; Πολύ δύσκολη δουλειά, όπως θα δείξουν τα πράγματα.
Ο Φώτος Λαμπρινός, ο Δήμος θέος, ο Σταύρος Τορνές, ο Δημήτρης Σταύρακας κι εγώ συνεδριάζαμε μέρα παρά μέρα στα άνετα γραφεία του περιοδικού που τα είχαμε μετατρέψει σε εντευκτήριο για να περνάμε την ώρα μας συνεδριάζοντες, ως τέλειοι γραφειοκράτες υπό εκκόλαψιν. Ίσως μάλιστα να μας ετοίμαζαν για επαγγελματικά στελέχη του κόμματος. Μας έβλεπαν να συνεδριάζουμε μετά μανίας και έλεγαν πιθανόν: πω, πω δουλευταράδες, αυτά τα παιδιά! Γράψτους για επαγγελματικά στελέχη! Έχουν όλα τα προσόντα, και κυρίως το σπουδαίο ταλέντο του συνεδριάζειν αενάως.
Προτείναμε, λοιπόν, σχέδια επι σχεδίων, αλλά κανείς δεν ήθελε να γράψει για να πραγματοποιηθούν τα σχέδια. Σκεφτόμασταν πάντως ποιοι εκτός από μας θα μπορούσαν να γράψουν. Εντέλει, βρέθηκε η λύση. Θα ‘γραφα πρώτος εγώ, ο πιο τεμπέλης της παρέας. Κι έτσι προέκυψε το πρώτο κινηματογραφικό κείμενο του περιοδικού, το πρώτο υποτίθεται σοβαρό κείμενο μου. Ήταν μια παράλληλη μελέτη για τη «Δίκη» του Όρσον Γουέλλες και το βιβλίο του Κάφκα, με προεκτάσεις στη σεκάνς με την Κατίνα Παξινού που τελικά ο Γουέλλες δεν την συμπεριέλαβε στην τελική βερσιόν. Υπήρχε όμως στο δημοσιευμένο στα γαλλικά σενάριο, κι αυτό μου επέτρεψε να καταλάβω καλύτερα γιατί ο σκηνοθέτης ορθά αποφάσισε να μη συμπεριλάβει στην τελική βερσιόν μια άσχετη με τον Κάφκα σκηνή, όπου ο Γιόζεφ Κ. περιμένει απ’ τον κομπιούτερ απάντηση στο ερώτημα για τη φύση της κατηγορίας που τον βαραίνει.
Ιδού, λοιπόν, ένα πολύ χρήσιμο για το θέμα μου ερώτημα, που συνάγεται απ’ την κομμένη σεκάνς: Πώς θα ενεργούσε ο τσεχοεβραίος συγγραφέας αν στην εποχή του υπήρχαν κομπιούτερς; Θα μπορούσε να λυθεί με κομπιούτερ το τερατώδες πρόβλημα του Γιόζεφ Κ.; Όχι λέει η Κατίνα Παξινού (δηλαδή, ο Γουέλλες) διότι απ’ το προς λύσιν πρόβλημα του Γιόζεφ Κ. απουσιάζουν τα data. Κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα του: η ανυπαρξία δεδομένων, που θα έκαμναν δυνατή είτε μια αρνητική είτε μια καταφατική απάντηση.
Έκανε εντύπωση το πρώτο μου κείμενο. Και ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, έγινα ένας περιζήτητος γραφιάς, τη στιγμή που πήγαινα για γραφειοκράτης, δηλαδή για επαγγελματικό στέλεχος του Κόμματος, όπως τόσοι και τόσοι άνεργοι. Όλοι, λοιπόν, μου ζητούσαν να τους γράψω κανένα απλήρωτο κείμενο για το περιοδικό τους. Και τότε ήταν που σκέφτηκα: να μια σπουδαία δουλειά για τεμπέληδες. Αντί να πληρώνεις για να βλέπεις κινηματογράφο, να σε πληρώνουν. Αυτό είναι ο κινηματογραφικός κριτικός: Ένας επαγγελματίας θεατής. Κι από τότε έκανα την κινηματογραφική κριτική επάγγελμα. Και έτσι, εγκατέλειψα τα δια του κινηματογράφου επισφαλή βιοποριστικά μου σχέδια. Το πρόβλημα μου δεν ήταν να δημιουργήσω καλλιτεχνικά δια του κινηματογράφου (όλες οι σπουδαίες δημιουργίες είναι και δικές μου, αρκεί να τις αγαπώ πολύ) αλλά να βρω καμιά δουλειά. Άλλωστε νηστικό αρκούδι δε χορεύει. Αρκετά είχα πεινάσει στη ζωή μου, και δεν είχα καμιά διάθεση να ξαναπεινάσω για το χατίρι της τέχνης. Μια ζωή μισοχορτάτος; Αμ, δε! Η τέχνη θέλει θυσίες, σύμφωνοι, αλλά όχι από ανθρώπους που από νήπια άκουγαν συνέχεια στο σπίτι τους: Πρέπει να κάνουμε θυσίες, πρέπει να κάνουμε θυσίες! Είχα το σύνδρομο της Ιφιγένειας που την κυνηγάει ο Αγαμέμνων στην Αυλίδα με μια χατζάρα ίσα με το μπόι της. Απαλλάχτηκα απ’ το σύνδρομο της Ιφιγένειας όταν επιτέλους έβγαλα κάποια λεφτά απ’ το γράψιμο και άρχισα να τρώω σαν άνθρωπος. Και λίγο αργότερα, όταν τα πράγματα καλυτέρευσαν κι άλλο, σα ζώον. Έτρωγα αναδρομικά. Ετεροχρονισμένα. Έτρωγα αυτά που υπό ομαλές συνθήκες έπρεπε να έχω φάει απ’ το 1940 μέχρι το 1963.
Δεν θα έγραφα το πρώτο μου κείμενο στην «Επιθεώρηση Τέχνης» και ίσως συνέχιζα να ψάχνω ακόμα για δουλειά (εκτός, βέβαια, κι αν παντρευόμουνα καμιά προίκα —όλοι οι αγράμματοι εκατομμυριούχοι πεθεροί θέλουν να ‘χουν κοντά τους για άλλοθι έναν εγγράμματο γαμπρό) χωρίς την εννθάρρυνση του Μίμη Δεσποτίδη, δημιουργού και διευθυντή του «Θεμέλιου» του εκδοτικού οίκου της παλιάς ΕΔΑ κι αργότερα του ΚΚΕ εσωτερικού. Ήταν ο κομματικός υπεύθυνος στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Κι αυτός ήταν που μου ‘πε τότε: Εσύ θα γράψεις και άσε την τεμπελιά! Δεν είναι δυνατό να συνεδριάζετε συνέχεια, λέει ορθότατα ο Μίμης. Και επειδή μισώ τις συνεδριάσεις περισσότερο απ’ τη δουλειά, έγραψα. Και έτσι, εντελώς κατά λάθος, έγινα κινηματογραφικός κριτικός. Κι αν κάποιος στην Ελλάδα σας πει πως διάλεξε να κάνει το επάγγελμα που κάνει, μην τον πιστέψετε. Ο Έλληνας δεν διαλέγει επάγγελμα —το ελληνικό επάγγελμα διαλέγει Έλληνα.
Χρωστώ το ότι έγινα κινηματογραφικός κριτικός στο Δεσποτίδη. Σ’ αυτόν επίσης χρωστούν την ύπαρξη τους τούτα εδώ τα οιονεί αυτοβιογραφικά κείμενα. Όταν γίναμε φίλοι, άρχισα να του λέω ιστορίες με αγρίους (Έλληνες). Του άρεσαν και ήθελε να τις εκδόσει το «Θεμέλιο». Το 1965 του υποσχέθηκα πως θα στρωθώ να γράψω. Και εκπληρώνω την υπόσχεση μου με καθυστέρηση 25 ετών, κάπου 10 χρόνια μετά την αυτοκτονία του Μίμη. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, που δεν μπόρεσε ν’ αντέξει το σχίσμα της Αριστεράς. Ο αρχηγός της ΕΠΟΝ της Αθήνας, ο θρυλικός Πέτρος, ο Μίμης Δεσποτίδης, αν δεν αυτοκτονούσε τότε, θα αυτοκτονούσε σήμερα. Πως να ζήσεις με δολοφονημένα τα ιδανικά σου;
Απ’ την «Επιθεώρηση Τέχνης» μεταγράφηκα στη «Δημοκρατική Αλλαγή» την απογευματινή εφημερίδα της ΕΔΑ απ’ όπου κόσμος και κοσμάκης άρχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα. Ο Γιώργος Λεβεντογιάννης, ο Σταύρος Απέργης, ο Σταύρος Ψυχάρης, ο Δημήτρης Γκιώνης, ο Φώντας Λάδης, ο Γιώργος Γάτος και άλλοι πολλοί. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κι εγώ γράφαμε κινηματογραφική κριτική. Είχαμε αντικαταστήσει ένα άλλο ζευγάρι φίλων, την Τώνια Μαρκετάκη και τον Φώτο Λαμπρινό. Εγώ επιπροσθέτως έγραφα και κριτική βιβλίου κάπου-κάπου, έκαμνα και κανένα ρεπορτάζ, συνεργαζόμουνα και με τον Αλέξη Γρίβα στις δια της εφημερίδας διοργανώσεις κινηματογραφικών εκδηλώσεων.
Η πολυπραγμοσύνη μου κίνησε την υποψία των γραφειοκρατών του κόμματος. Που συνεχώς μεγάλωνε καθώς δε συμμορφωνόμουνα προς την επίσημη άποψη πως κάθε σοβιετική ταινία αποκλείεται να μην είναι αριστούργημα. Κάθε φορά που προβαλόταν μια ρώσικη ταινία προσευχόμουν στον θεό του κινηματογράφου να είναι πράγματι αριστούργημα. Αν δεν ήταν, έλεγα μέσα μου, ωχ, πάλι μου στείλαν απ’ τη Ρωσία την απόλυση μου! Και την εισέπραξα τρεις φορές. Άλλες τόσες ο Θόδωρος. Τη μια για χατίρι της «Ζώγια» της ηρωίδας που υπερασπίζεται μέχρις εσχάτων τη σοβιετική πατρίδα και που πέφτει ηρωικά μαχόμενη. Όπως κι εγώ που έγραψα πως στο πεδίο της μάχης πέφτεις και δε σηκώνεσαι, μόνο όταν σου βάλουν τρικλοποδιά, και πως ήρωας εκ προθέσεως είναι μόνο ο ηλίθιος.
Ήταν αισθητικό δόγμα η άποψη πως κάθε σοβιετικό φιλμ είναι οπωσδήποτε αριστούργημα; Κάθε άλλο. Ήταν εμπορικό δόγμα. Από τότε φρόντιζε το ΚΚΕ για την εδραίωση της οικονομικής του ισχύος που το έκανε να ‘ναι σήμερα ο τέταρτος πιο μεγάλος Έλληνας καπιταλιστής. Που κλείνει τις δικές του προβληματικές επιχειρήσεις, αν και αγωνίζεται σθεναρά για να μην κλείσουν οι…προβληματικές και μείνουν στο δρόμο οι εργαζόμενοι. Το ‘παμε: Άλλο εργασία κι άλλο σοσιαλιστική εργασία. Άλλο εκμετάλλευση απ’ τον καπιταλιστή εργοδότη, κι άλλο εκμετάλλευση απ’ τον σοσιαλιστή εργοδότη. Ο σοσιαλιστής εργοδότης πρώτα σε δένει κι’ ύστερα σε εκμεταλλεύεται στη βάση των ιδανικών για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Που είναι κάτι διαφορετικό απ’ την εκμετάλλευση ανθρώπου από κόμμα! Καταλάβατε τώρα γιατί αυτοί οι άνθρωποι ουδεμία σχέση έχουν ούτε με τον κομουνισμό, ούτε με τον μαρξισμό, ούτε με την ηθική εντέλει;

Λοιπόν, τρεις φορές με απέλυσαν και τρεις φορές με επαναπροσέλαβαν με επέμβαση της Έλλης Παππά, της κομματικής υπευθύνου στην εφημερίδα. Αναρωτιόμουν, μα τι διάολο μόνο η Έλλη με αναγνωρίζει εδώ μέσα ως κομουνιστή; Ναι, μόνο η Έλλη είχε καταλάβει πως είμαι δικός τους. Και δεν ήταν τυχαίο αυτό. Όχι γιατί η Έλλη ήταν η σύζυγος του Μπελογιάννη, αυτό μ’ άφηνε παντελώς αδιάφορο, αλλά διότι έχει μια τεράστια μαρξιστική παιδεία που την κάνει έναν απ’ τους πιο σημαντικούς Έλληνες μαρξιστές στοχαστές που υπάρχουν στον τόπο μας
.

No comments:

Post a Comment

Only News

Featured Post

US Democratic congresswoman : There is no difference between 'moderate' rebels and al-Qaeda or the ISIS

United States Congresswoman and Democratic Party member Tulsi Gabbard on Wednesday revealed that she held a meeting with Syrian Presiden...

Blog Widget by LinkWithin